- κυνοσουρίς
- κυνοσουρίς, -ίδος, ἡ (Α)1. είδος γρήγορου κυνηγετικού σκυλιού2. κυνόσουρα*3. φρ. «κυνοσουρὶς ἄρκτος» — η Μικρά Άρκτος.[ΕΤΥΜΟΛ. < Κυνοσουρίς, ο νομ. λακωνικής φυλής. Η λ. με τη δεύτερη σημ. συνδέεται με τον τ. κυνόσουρα].
Dictionary of Greek. 2013.